- εκτομίς
- (-ίδος) η нож (тж. хирургический)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκτομίς — ἐκτομίς, η (Α) (θηλ. τού εκτομεύς) η εκτέμνουσα 1. εργαλείο για εκτομές («δρεπάνη ἐκτομὶς καυλῶν» το δρεπάνι που αποκόπτει τους καλαμένιους κορμούς τών φυτών, Ανθ. Παλ.) 2. ἐκτομίς (μήτρα) εκβολάς* Αθήν … Dictionary of Greek
ἐκτομίδα — ἐκτομίς cutting down fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)